νεόδμητος

νεόδμητος
(I)
-η, -ο (Α νεόδμητος και δωρ. τ. νεόδματος, -ον)
αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -δμητος (< θ. δμη- / δμᾱ- τού δέμω «χτίζω, οικοδομώ»), πρβλ. θεό-δμητος, χρυσεό-δμητος].
————————
(II)
νεόδμητος, -ον (Α)
1. (για άλογα) αυτός που δαμάστηκε ή ημερώθηκε πρόσφατα
2. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο
3. αυτός που προκλήθηκε από πρόσφατη ήττα
4. μτφ. (για νέες γυναίκες) αυτή που νυμφεύθηκε πρόσφατα («τῆς νεοδμήτου κόρης», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -δμητος (< θ. δμᾱ- τού δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. -δμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεοδμῆτος — νεοδμής newly tamed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόδμητον — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem acc sg νεόδμητος 1 newly tamed neut nom/voc/acc sg νεόδμητος 2 new built masc/fem acc sg νεόδμητος 2 new built neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμήτοιο — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen sg (epic) νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμήτοις — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut dat pl νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμήτου — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen sg νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμήτων — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut gen pl νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut gen pl νεοδμής newly tamed masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοδμήτῳ — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem/neut dat sg νεόδμητος 2 new built masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόδμητα — νεόδμητος 1 newly tamed neut nom/voc/acc pl νεόδμητος 2 new built neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόδμητοι — νεόδμητος 1 newly tamed masc/fem nom/voc pl νεόδμητος 2 new built masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”